-
1 επιμοίρια
-
2 ἐπιμοίρια
См. также в других словарях:
ἐπιμοίρια — ἐπιμοίριος fated neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 επιμοίρια
2 ἐπιμοίρια
ἐπιμοίρια — ἐπιμοίριος fated neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)