-
1 επιμισθίδας
-
2 ἐπιμισθίδας
См. также в других словарях:
ἐπιμισθίδας — ἐπιμισθίς engaged for hire fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 επιμισθίδας
2 ἐπιμισθίδας
ἐπιμισθίδας — ἐπιμισθίς engaged for hire fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)