-
1 επιμηνίσαντος
-
2 ἐπιμηνίσαντος
См. также в других словарях:
ἐπιμηνίσαντος — ἐπιμηνί̱σαντος , ἐπιμηνίω to be angry with aor part act masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 επιμηνίσαντος
2 ἐπιμηνίσαντος
ἐπιμηνίσαντος — ἐπιμηνί̱σαντος , ἐπιμηνίω to be angry with aor part act masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)