-
1 ἐπιμηνϋτής
A = μηνυτής, τοῦ ἔργου Arr. An.3.26.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιμηνϋτής
-
2 επιμηνυτάς
ἐπιμηνυτά̱ς, ἐπιμηνυτήςmasc acc plἐπιμηνυτά̱ς, ἐπιμηνυτήςmasc nom sg (epic doric aeolic) -
3 ἐπιμηνυτάς
ἐπιμηνυτά̱ς, ἐπιμηνυτήςmasc acc plἐπιμηνυτά̱ς, ἐπιμηνυτήςmasc nom sg (epic doric aeolic)
См. также в других словарях:
ἐπιμηνυτάς — ἐπιμηνυτά̱ς , ἐπιμηνυτής masc acc pl ἐπιμηνυτά̱ς , ἐπιμηνυτής masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)