-
1 επιμηθείας
ἐπιμηθείᾱς, ἐπιμήθειαsecond thoughts: fem acc plἐπιμηθείᾱς, ἐπιμήθειαsecond thoughts: fem gen sg (attic doric aeolic) -
2 ἐπιμηθείας
ἐπιμηθείᾱς, ἐπιμήθειαsecond thoughts: fem acc plἐπιμηθείᾱς, ἐπιμήθειαsecond thoughts: fem gen sg (attic doric aeolic)
См. также в других словарях:
ἐπιμηθείας — ἐπιμηθείᾱς , ἐπιμήθεια second thoughts fem acc pl ἐπιμηθείᾱς , ἐπιμήθεια second thoughts fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)