-
1 επιμεταπεμπομαι
-
2 ἐπιμεταπέμπομαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιμεταπέμπομαι
-
3 ἐπιμεταπέμπομαι
-
4 επιμεταπεμπομένων
ἐπιμεταπέμπομαιsend for a reinforcement: pres part mp fem gen plἐπιμεταπέμπομαιsend for a reinforcement: pres part mp masc /neut gen pl -
5 ἐπιμεταπεμπομένων
ἐπιμεταπέμπομαιsend for a reinforcement: pres part mp fem gen plἐπιμεταπέμπομαιsend for a reinforcement: pres part mp masc /neut gen pl -
6 επιμεταπέμπεσθαι
-
7 ἐπιμεταπέμπεσθαι
См. также в других словарях:
επιμεταπέμπομαι — ἐπιμεταπέμπομαι (Α) καλώ επικουρία πάλι ή εν συνεχεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + μετα πέμπομαι «στέλνω και καλώ κάποιον»] … Dictionary of Greek
ἐπιμεταπεμπομένων — ἐπιμεταπέμπομαι send for a reinforcement pres part mp fem gen pl ἐπιμεταπέμπομαι send for a reinforcement pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιμεταπέμπεσθαι — ἐπιμεταπέμπομαι send for a reinforcement pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)