-
1 επιμερισθήναι
-
2 ἐπιμερισθῆναι
См. также в других словарях:
ἐπιμερισθῆναι — ἐπιμερίζω impart aor inf pass … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 επιμερισθήναι
2 ἐπιμερισθῆναι
ἐπιμερισθῆναι — ἐπιμερίζω impart aor inf pass … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)