-
1 επιμαινομαι
(fut. ἐπιμανοῦμαι и ἐπιμανήσομαι, aor. 2 ἐπεμάνην, pf. ἐπιμέμηνα)1) быть безумно влюбленным, быть одержимым страстью (к кому-л.)(τινι κρυπταδίῃ φιλότητι μιγήμεναι Hom.; τινι Anacr., Plut., Luc.)
2) быть в восхищении, восхищаться(τρόποις τινός Arph.)
3) бушевать, неистовствовать(δοριτίνακτος αἰθέρ ἐπιμαίνεται Aesch.)
См. также в других словарях:
ἐπιμαίνομαι — pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπεμάνην — ἐπιμαίνομαι aor ind pass 3rd pl (epic doric aeolic) ἐπιμαίνομαι aor ind pass 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιμαινομένων — ἐπιμαίνομαι pres part mp fem gen pl ἐπιμαίνομαι pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιμαινόμενον — ἐπιμαίνομαι pres part mp masc acc sg ἐπιμαίνομαι pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιμανέντα — ἐπιμαίνομαι aor part pass neut nom/voc/acc pl ἐπιμαίνομαι aor part pass masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιμανέντων — ἐπιμαίνομαι aor part pass masc/neut gen pl ἐπιμαίνομαι aor imperat pass 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιμανήσεσθαι — ἐπιμαίνομαι fut inf pass ἐπιμαίνομαι fut inf mid … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιμέμηνε — ἐπιμαίνομαι perf imperat act 2nd sg ἐπιμαίνομαι perf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπεμαίνεσθε — ἐπιμαίνομαι imperf ind mp 2nd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπεμαίνετο — ἐπιμαίνομαι imperf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπεμαίνοντο — ἐπιμαίνομαι imperf ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)