-
1 ἐπιμαργαίνω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιμαργαίνω
-
2 ἐπιμαργαίνω
ἐπι-μαργαίνω, wonach rasend, begierig sein
См. также в других словарях:
επιμαργαίνω — ἐπιμαργαίνω (Α) επιθυμώ κάτι μανιωδώς … Dictionary of Greek
1 ἐπιμαργαίνω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιμαργαίνω
2 ἐπιμαργαίνω
επιμαργαίνω — ἐπιμαργαίνω (Α) επιθυμώ κάτι μανιωδώς … Dictionary of Greek