-
1 επιμανδαλωτον
См. также в других словарях:
επιμανδαλωτόν — ἐπιμανδαλωτόν, τὸ (Α) ηδονικό φιλί, όπως το καταγλώττισμα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + μανδαλωτόν (< μάνδαλος «παθητικό φιλί»)] … Dictionary of Greek
κἀπιμανδαλωτόν — ἐπιμανδαλωτόν , ἐπιμανδαλωτόν a lascivious kiss neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)