-
1 ἐπιμαίνω
II. [voice] Pass., with [tense] aor. 2. ἐπεμάνην [ᾰ], but also [tense] aor.1 [voice] Med.ἐπεμηνάμην Il.6.160
, AP6.309 (Leon.), Luc.Syr.D.21: [tense] pf. - μέμηνα:— to be mad after, c.dat., l.c., cf. Anacr.3, Mosch.Fr.2.2,Plu.Brut..5;θεὰ ἐ. χώρῳ Call.Cer.30
;τὰ πράγμαθ', οἷς τότ' ἐπεμαίνετο Ar.V. 744
(lyr.), cf. 1469 (lyr.), Luc. Am.22; [ ἀστραγάλαις] AP6.309 (Leon.): abs., to be mad, rage, A. Ag. 1427, Th. 155 (both lyr.).2. fly madly at, fall upon,πύργοις APl.4.106
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιμαίνω
-
2 ἐπιμαίνω
V 0-0-0-0-1=1 4 Mc 7,5P: to be mad, to rage
См. также в других словарях:
επιμαίνω — ἐπιμαίνω (AM) 1. κάνω κάποιον να αισθανθεί μανιώδη έρωτα 2. ασχολούμαι με πάθος με ερωτικές υποθέσεις αρχ. 1. παθ. ἐπιμαίνομαι κατέχομαι από σφοδρό έρωτα 2. μαίνομαι από οργή 3. ορμώ παράφορα εναντίον κάποιου 4. ποθώ κάτι υπερβολικά. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek