-
81 επέμενον
ἐφίημιsend to: aor part mid masc acc sg (ionic)ἐφίημιsend to: aor part mid neut nom /voc /acc sg (ionic)ἐπιμένωstay on: imperf ind act 3rd plἐπιμένωstay on: imperf ind act 1st sg -
82 ἐπέμενον
ἐφίημιsend to: aor part mid masc acc sg (ionic)ἐφίημιsend to: aor part mid neut nom /voc /acc sg (ionic)ἐπιμένωstay on: imperf ind act 3rd plἐπιμένωstay on: imperf ind act 1st sg -
83 επίμενε
ἐπιμένωstay on: pres imperat act 2nd sgἐπιμένωstay on: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) -
84 ἐπίμενε
ἐπιμένωstay on: pres imperat act 2nd sgἐπιμένωstay on: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) -
85 insist
[in'sist]1) ((with that or on) to state, emphasize, or hold firmly to (an opinion, plan etc): He insists that I was to blame for the accident; I insisted on driving him home.) επιμένω2) ((often with on or that) to demand or urge: He insists on punctuality/obedience; She insisted on coming with me; He insisted that I should go.) επιμένω,αξιώνω•- insistent -
86 упереть
упру, упршь, παρλθ. χρ. упр-ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. упрший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. упртый, βρ: упрт-а, -оεπιρ. μτχ. уперев κ. уперши ρ.σ.1. μ. στηρίζω, ακουμπώ•упереть ноги в землю στηρίζω τα πόδια στη γη•
упереть руку в колено στηρίζω το χέρι στο γόνα.
2. μ. μτφ. προσηλώνω, καρφώνω•упереть глаза в кого-л. καρφώνω τα μάτια σε κάποιον.
3. μτφ. (απλ.) τονίζω, υπογραμμίζω, εξαίρω.4. βλ. παθ. φ. (5 ση•μ,.).5. μ. αποκομίζω, μεταφέρω μεγάλο βάρος.1. στηρίζομαι, ακουμπώ•упереть ногами в землю στηρίζομαι με τα πόδια στη γη.
2. μτφ. (για μάτια, βλέμμα κ.τ.τ.) καρφώνω, προσηλώνω•упереть глазами в кого-Η, καρφώνω τα μάτια σε κάποιον.
3. εκτείνομαι, φτάνω ως • τελειώνω.4. επιμένω•старик -рея на своём ο γέρος επέμενε στο δικό του (στη δική του γνώμη).
5. (χυδ.) ξεκουμπίζομαι, αδειάζω τη γωνιά.εκφρ.упереть как бык или баран – επιμένω σαν το μουλάρι (πεισματικά). -
87 упорствовать
-ствую, -ствуешьρ.δ.επιμένω, εμμένω•упорствовать на своих требованиях επιμένω στις απαιτήσεις μου (διεκδικήσεις μου).
|| δεν υποχωρώ•мороз -ствует η παγωνιά επιμένει.
-
88 ἐπι-μίμνω
ἐπι-μίμνω (s. μίμνω), p. = ἐπιμένω, dabei bleiben, verharren, ἔργον ἀέξεται ᾡ ἐπιμίμνω Od. 14, 66; 15, 371 u. Sp. Als Tmesis rechnet man hierher κενεὴν ἐπὶ ἐλπίδα μίμνων, erwartend, Hes. O. 496.
-
89 выполнение
1. (завершение) η εκτέλεση, η εκπλήρωση- обязательств - των υποχρεώσεων ^.(осуществление операции плана действий) η εκτέλεσ/η, η πραγματοποίησηнастаивать на - и условий επιμένω/απαιτώ στην - των όρωνпорядок - я διαδικασία/τρόπος/σειρά της - ηςсрок - я προθεσμία/διορία της - ηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > выполнение
-
90 утверждать
1. см. утвердить 2. (настойчиво говорить, уверяя в чём-л.) επιμένω, υποστηρίζω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > утверждать
-
91 стоять
стоять 1) στέκω, στέκομαι 2) (находиться) είμαι, βρίσκομαι* \стоять у власти βρίσκομαι στην εξουσία 3) (останавливаться) σταματώ; поезд* * *1) στέκω, στέκομαι2) ( находиться) είμαι, βρίσκομαιстоя́ть у вла́сти — βρίσκομαι στην εξουσία
3) ( останавливаться) σταματώпо́езд стои́т де́сять мину́т — το τρένο στέκεται δέκα λεπτά
часы́ стоя́т — το ρολόι σταμάτησε
сто́йте! — σταματήστε!
••стоя́ть на своём — επιμένω
-
92 мнение
мнени||ес ἡ γνώμη:общественное \мнение ἡ κοινή γνώμη· общепринятое \мнение ἡ κοινή, παραδεδεγμένη ἄποψη· обмен \мнениеями ἡ ἀνταλλαγή γνωμών иметь свое \мнение ἔχω δικιά μου γνώμή по моему́ \мнениею κατά τήν γνώμη μου· быть плохого (хорошего) \мнениея о ком-л. ἔχω κακή (καλή) γνώμη Υΐά κάποιον быть невысокого \мнениея о ком-л. δέν πολυεκτιμῶ κάποιον быть слишком высокого \мнениея о себе ἔχω πολύ μεγάλη Ιδέα γιά τόν ἐαυτόν μου· быть того́ же \мнениея εἶμαι τής ίδιας γνώμης· разделять чье-л, \мнение συμμερίζομαι τήν γνώμη Κάποιου· оставаться при своем \мнениеи ἐπιμένω στήν ἄποψη μου. -
93 особый
особ||ыйприл1. ἰδιαίτερος, ἀσυνήθης / ἰδιόμορφος (своеобразный)·2. (отдельный) ἰδιαίτερος, εἰδικός, ξεχωριστός:оставаться при \особыйом мнении διατηρώ τήν ἄποψή μου, ἐπιμένω στήν ἄποψή μου· \особыйая цель ὁ εἰδικός σκοπός. -
94 оставаться
оставатьсянесов в разн. знач. μένω:\оставаться на зиму в деревне διαχειμάζω στό χωριό· \оставаться дома μένω στό σπίτι· \оставаться на второй год в классе μένω στήν ἰδια τάξη· \оставаться в силе (о законе) μένω ἐν ἰσχὐΓ \оставаться в живых μένω ζωντανός, ἐπιζῶ· \оставаться сиротой μένω ὁρφανός· \оставаться должным μένω χρεώστης· \оставаться без дела μένω χωρίς δουλειά· меня \оставатьсялось пять рублей μου μένουν πέντε ρούβλια· ◊ \оставаться при своем мнении κρατῶ τήν γνώμη μου, ἐπιμένω στήν ἄποψή μου· \оставаться на бумаге (о проекте) μένω στά χαρτιά· ему́ \оставатьсялось только согласиться ἀναγκάστηκε νά συμφωνήσει· ◊ \оставаться ни при чем μένω στά κρύα τοῦ λουτροῦ· \оставаться в дураках τήν παθαίνω χιώτικα· \оставаться с носом μένω μέ τήν ὀρεξη· счастливо \оставаться1 χαίρετε! -
95 свое
свое1. мест. с. р. от свой 1,2. с τό δικό μου, ἡ ἀποψή μου, ἡ γνώμη μου:стоять на своем ἐγώ τό δικό του, ἐπιμένω στήν ἄποψή του· настоять на своем πετυχαίνω τό δικό μον. -
96 упираться
упиратьсянесов1. (чем-л. во что-л.) στηρίζομαι, ἀκουμπώ:\упираться ногами в землю στηρίζομαι μέ τά πόδια μου στή γή·2. (упрямиться) разг πεισμώνω, ἐπιμένω:он долго упирался, потом все рассказал ήταν πολλή ὠρα πεισμωμένος, ὑστερα τά είπε ὅλα·3. (встречать препятствие) разг προσκρούω, σκοντάφτω:все упирается в недостаток времени ὅλα σκοντάφτουν στήν Ελλειψη χρόνου· ◊ \упираться руками и йогами ἀντιστέκομαι μέ πείσμα, ἐναντιώνομαι μέ ὅλα τά μέσα. -
97 упор
упорм τό στήριγμα, τό ἐρεισμα/ τό ϋπομόχλιο[ν] (точка опори)· ◊ выстрелить в \упор πυροβολώ ἐξ ἐπαφής· смотреть в \упор на кого-л. κυττάζω ἐπίμονα κάποιον делать \упор на что́-л. (или на чем-либо) τονίζω κάτι, ἐπιμένω σέ κάτι. -
98 'πιμείναι
-
99 'πιμεῖναι
-
100 επεμείναμεν
См. также в других словарях:
ἐπιμένω — stay on pres subj act 1st sg ἐπιμένω stay on pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιμένω — επιμένω, επέμεινα βλ. πίν. 178 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ἐπιμενῶ — ἐπιμένω stay on fut ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιμένω — (AM ἐπιμένω) [μένω] μένω σταθερός, εξακολουθώ να υποστηρίζω τη γνώμη μου (α. «ο επιμένων νικά» β. «ἡμεῑς ἐπὶ τῇ ζητήσει ἐπιμείνωμέν τε καὶ καρτερήσωμεν», Πλάτ.) αρχ. μσν. 1. υπομένω, καρτερώ (α. για το Χριστό «σύντομον ἐπέμεινε θάνατον» β. «ἔμπης … Dictionary of Greek
επιμένω — επέμεινα και επίμεινα, αμτβ., μένω ακλόνητος σε ό,τι αρχικά έθεσα, εξακολουθώ με επίταση να υποστηρίζω κάτι (ή να το επιδιώκω ή να το αξιώνω) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπιμένετε — ἐπιμένω stay on pres imperat act 2nd pl ἐπιμένω stay on pres ind act 2nd pl ἐπιμένω stay on imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιμένῃ — ἐπιμένω stay on pres subj mp 2nd sg ἐπιμένω stay on pres ind mp 2nd sg ἐπιμένω stay on pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιμεινάντων — ἐπιμένω stay on aor part act masc/neut gen pl ἐπιμένω stay on aor imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιμεμένηκε — ἐπιμένω stay on perf imperat act 2nd sg ἐπιμένω stay on perf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιμεμένηκεν — ἐπιμένω stay on perf ind act 3rd sg ἐπιμένω stay on plup ind act 3rd pl (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιμενεῖ — ἐπιμένω stay on fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic) ἐπιμένω stay on fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)