-
1 επιλαβη
См. также в других словарях:
επιλαβή — ἐπιλαβή, ἡ (Α) [λαβή] 1. το να πιάνεις κάποιον από κάπου («πέπλων τ’ ἐπιλαβὰς ἐμῶν», Αισχύλ.) 2. λαβή … Dictionary of Greek
ἐπιλάβῃ — ἐπιλαμβάνω take aor subj mp 2nd sg ἐπιλαμβάνω take aor subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιλαβῆς — ἐπιλαβή taking hold of fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιλαβήν — ἐπιλαβή taking hold of fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιλαβάς — ἐπιλαβά̱ς , ἐπιλαβή taking hold of fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)