Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἐπιλύσει

  • 1 επιλύσει

    ἐπίλυσις
    release from: fem nom /voc /acc dual (attic epic)
    ἐπιλύσεϊ, ἐπίλυσις
    release from: fem dat sg (epic)
    ἐπίλυσις
    release from: fem dat sg (attic ionic)
    ἐπιλύ̱σει, ἐπιλύω
    loose: aor subj act 3rd sg (epic)
    ἐπιλύ̱σει, ἐπιλύω
    loose: fut ind mid 2nd sg
    ἐπιλύ̱σει, ἐπιλύω
    loose: fut ind act 3rd sg
    ἐπιλύζω
    have the hiccough besides: aor subj act 3rd sg (epic)
    ἐπιλύζω
    have the hiccough besides: fut ind mid 2nd sg
    ἐπιλύζω
    have the hiccough besides: fut ind act 3rd sg

    Morphologia Graeca > επιλύσει

  • 2 ἐπιλύσει

    ἐπίλυσις
    release from: fem nom /voc /acc dual (attic epic)
    ἐπιλύσεϊ, ἐπίλυσις
    release from: fem dat sg (epic)
    ἐπίλυσις
    release from: fem dat sg (attic ionic)
    ἐπιλύ̱σει, ἐπιλύω
    loose: aor subj act 3rd sg (epic)
    ἐπιλύ̱σει, ἐπιλύω
    loose: fut ind mid 2nd sg
    ἐπιλύ̱σει, ἐπιλύω
    loose: fut ind act 3rd sg
    ἐπιλύζω
    have the hiccough besides: aor subj act 3rd sg (epic)
    ἐπιλύζω
    have the hiccough besides: fut ind mid 2nd sg
    ἐπιλύζω
    have the hiccough besides: fut ind act 3rd sg

    Morphologia Graeca > ἐπιλύσει

См. также в других словарях:

  • ἐπιλύσει — ἐπίλυσις release from fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἐπιλύσεϊ , ἐπίλυσις release from fem dat sg (epic) ἐπίλυσις release from fem dat sg (attic ionic) ἐπιλύ̱σει , ἐπιλύω loose aor subj act 3rd sg (epic) ἐπιλύ̱σει , ἐπιλύω loose fut ind mid 2nd …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • γένι — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ., 105 κάτ.) της Λευκάδας. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα της χερσονήσου του νησιού, Δ του κόλπου του Βλυχού και Α του νησιού Σκορπιός. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ελλομένου του νομού Λευκάδος. Άποψη του οικισμού Γένι… …   Dictionary of Greek

  • διακόσμηση — Ο εξωραϊσμός, το στόλισμα, η επίθεση στολιδιών σε ένα οικοδόμημα. Δ. χαρακτηρίζεται οτιδήποτε συμπληρώνει τη βασική κατασκευή ενός κτιρίου, στολίζοντας ή εμπλουτίζοντας την εξωτερική ή εσωτερική επιφάνειά του. Αυτό δεν σημαίνει ότι η δ. έχει… …   Dictionary of Greek

  • διαλεκτικός — ή, ό (AM διαλεκτικός, ή, όν) [διάλεκτος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη διαλεκτική 2. ο έμπειρος, ο ικανός στη διαλεκτική, ο επιδέξιος συνομιλητής 3. αυτός που ακολουθεί στη φιλοσοφία τη διαλεκτική μέθοδο, ο οπαδός τής διαλεκτικής 4. αυτός… …   Dictionary of Greek

  • επιχείρηση — Η οργανωμένη οικονομική δραστηριότητα που είναι προσανατολισμένη στην παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών για την αγορά. Η ύπαρξη των ε. είναι χαρακτηριστικό των ανεπτυγμένων οικονομικών συστημάτων, στα οποία η παραγωγική δραστηριότητα δεν αποσκοπεί… …   Dictionary of Greek

  • κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν …   Dictionary of Greek

  • μεταξάς — I Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 440 μ., 69 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μεσολογγίου του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Βρίσκεται στο νότιο άκρο του νομού, στα δεξιά του ποταμού Εύηνου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μακρυνείας. 2.… …   Dictionary of Greek

  • νεοκλασικισμός — Μεγάλη πολιτιστική κίνηση που διαδόθηκε ευρύτατα στην Ευρώπη στη δεύτερη πεντηκονταετία του 18ου και στις πρώτες δεκαετίες του 19ου αι. Η αρχή του ανάγεται στο ενδιαφέρον για τις αρχαιολογικές σπουδές, που ανακινήθηκε μετά τις επιτυχείς ανασκαφές …   Dictionary of Greek

  • σχολικός — ή, ό, Ν [σχολή] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο σχολείο και ειδικότερα στους μαθητές, ο μαθητικός (α. «σχολική τσάντα» β. «σχολική συγγυμνασία», Απολλ. Δύσκ.) νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ένα συγκεκριμένο σχολείο ή σε ένα μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • Βιέτ, Φρανσουά — (François Viéte, 1540 – 1603). Γάλλος μαθηματικός και αστρονόμος. Σπούδασε νομικά και διετέλεσε μυστικοσύμβουλος των βασιλιάδων Ερρίκου Γ’ και Ερρίκου Δ’. Ο Β. θεωρείται ένας από τους κορυφαίους μαθηματικούς του αιώνα του. Διατύπωσε τους κανόνες… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»