-
1 επιλιγδην
adv. поверхностно (по коже), слегка(ἄκρον ἐ. ἅπτεσθαι Luc.)
βλῆτο ὦμον δουρὴ ἄκρον ἐ. Hom. — он был чуть оцарапан в плечо копьем
См. также в других словарях:
επιλίγδην — ἐπιλίγδην (Α) επίρρ. επιπόλαια («βλῆτο γὰρ ὦμον δουρὶ... ἄκρον ἐπιλίγδην» χτυπήθηκε με ακόντιο επιφανειακά, επιπόλαια στην επιδερμίδα τού ώμου, Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + λίγδην «αγγίζοντας»] … Dictionary of Greek
ἐπιλίγδην — grazing indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)