-
1 επιλιπών
-
2 ἐπιλιπών
-
3 επιλειπω
1) оставлять (позади)τὸ ἐπιλειπόμενον ἤρξατο δρόμῳ Xen. — остальная (т.е. отставшая) часть (войска) пустилась бежать (вдогонку)
2) оставлять без внимания, упускатьὡς οὔτ΄ ἂν τῶν ἐμῶν ἐπιλίποιμι οὐδέν, οὔτε τῶν φίλων Plat. — я не пожалел бы ни своего ни чужого;
μυρία ἐπιλείπω λέγων Plat. — я обхожу молчанием множество (прочих) обстоятельств3) подходить к концу, кончаться, истощаться, иссякать(ἐπιλείπει τὰ φρέατα Dem.; οὐκ ἐπιλείπει ἥ θάλασσα ὥσπερ οἱ ποταμοί Arst.; ἐπιλιπούσης τῆς δυνάμεως Plut.)
τὰ ἐπιτήδεια ἐπέλιπε Xen. — продовольствие вышло;κοῖον ὕδωρ οὐκ ἐπέλιπε ; Her. — какой воды хватило бы (чтобы напоить войско Ксеркса)?;τοῦ ἡλίου τὸ φῶς ἐπέλιπε Plut. — наступило затмение солнца;ἐπειδὰν αὐτοὺς ἐπιλίπωσιν αἱ φανεραὴ ἐλπίδες, ἐπὴ τὰς ἀφανεῖς καθίστανται Thuc. — когда у них не станет ясных надежд, они хватаются за призрачные4) не хватать, недоставатьἐπιλείψει με λέγοντα ἥ ἡμέρα Dem. и με διηγούμενον ὅ χρόνος NT. — чтобы рассказать (об этом), мне дня ( или времени) не хватит;
σῖτος ἐπιλιπών Thuc. — нехватка продовольствия, голод -
4 ἐπιλείπω
A leave behind,ἐπὶ δὲ πλεῖον ἐλέλειπτο Od.8.475
, cf. X.An. 1.8.18 codd.:—[voice] Med., leave behind, of gleanings, v.l. in LXX Ob.1.5:— [voice] Pass., c.gen., fall short of,παντὸς ἀριθμοῦ Pl.Epin. 978b
: c. dat., τῇ δυνάμει, τῇ οὐσίᾳ, Arist.Ath.20.2, 27.4.2. leave untouched, ὡς οὔτ' : c.part., μυρίαἐ. λέγων Id.Phlb. 26b
, cf. 52d.II. of things, fail one, c.acc. pers.,ἥβην.., ἥ μ' ἐπιλείπει Thgn.1131
;ὕδωρ [μιν] ἐπέλιπε Hdt.7.21
, cf. 2.174; so τῶν ὄμβρων ἐπιλιπόντων αὐτούς (sc. τοὺς ποταμούς) Id.2.25; ; ἐπειδὰν αὐτοὺς ἐπιλίπωσινἐλπίδες Th.5.103
: c.inf.,[ὁ νόμος] ἐμοὶ μόνῳ ἐπέλιπε μὴ ὠφελῆσαι Antipho 5.17
; ἐπιλίποι ἂν ἡμᾶς ὁ χρόνος time would fail me, Isoc.1.11, cf. Lys.12.1, Ep.Hebr.11.32; τὸ ὕδωρ ἡμᾶς ἐ. Isoc.15.320; ἐπιλείψειμε λέγονθ' ἡ ἡμέρα D.18.296
: later, c.dat., Plu.Cic.42, Ael.NA8.17.2. Hdt., freq. of rivers, ἐ. τὸ ῥέεθρον leave their stream unfilled, run dry, Hdt.7.43, 58, al.; without ῥέεθρον, fail, run dry, ib. 127; .3. generally, fail, be wanting,ἵνα μὴ ἐπιλίπῃ κατεσθιόμενα Hdt.3.108
; σῖτος ἐπιλιπών a deficiency of it, Th.3.20 codd.; τὰ ἐπιτήδεια ἐ. X.An.4.7.1; ὥστε τὸν λόγον μηδέποτε ἐ. Pl.Prt. 334e; opp. περιγίγνεσθαι, Ar.Pl. 554: c.gen., fall short, σπουδῆς οὐθὲν ἐ. Michel 332.9 ([place name] Odessus).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιλείπω
См. также в других словарях:
ἐπιλιπών — ἐπιλείπω leave behind aor part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)