-
1 επιλιμναζω
-
2 ἐπιλιμνάζω
ἐπι-λιμνάζω, einen See bilden durch Überschwemmung, πεδία ἐπιλελιμνασμένα χειμάῤῥοις, überschwemmt
См. также в других словарях:
επιλιμνάζω — ἐπιλιμνάζω (AM) [λιμνάζω] κατακλύζω, παρέχω πλουσιοπάροχα («[Χριστός] πάντων ἀγαθῶν ἐκ τοῡ οἰκείου πληρώματος τοῑς πᾱσιν ἐπιλιμνάζων») … Dictionary of Greek