-
1 επιληπτικήν
-
2 ἐπιληπτικήν
См. также в других словарях:
ἐπιληπτικήν — ἐπιληπτικός subject to epilepsy fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 επιληπτικήν
2 ἐπιληπτικήν
ἐπιληπτικήν — ἐπιληπτικός subject to epilepsy fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)