-
1 επιληπτικά
ἐπιληπτικόςsubject to epilepsy: neut nom /voc /acc plἐπιληπτικά̱, ἐπιληπτικόςsubject to epilepsy: fem nom /voc /acc dualἐπιληπτικά̱, ἐπιληπτικόςsubject to epilepsy: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
2 ἐπιληπτικά
ἐπιληπτικόςsubject to epilepsy: neut nom /voc /acc plἐπιληπτικά̱, ἐπιληπτικόςsubject to epilepsy: fem nom /voc /acc dualἐπιληπτικά̱, ἐπιληπτικόςsubject to epilepsy: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
3 επιληπτικάς
-
4 ἐπιληπτικάς
См. также в других словарях:
ἐπιληπτικά — ἐπιληπτικός subject to epilepsy neut nom/voc/acc pl ἐπιληπτικά̱ , ἐπιληπτικός subject to epilepsy fem nom/voc/acc dual ἐπιληπτικά̱ , ἐπιληπτικός subject to epilepsy fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιληπτικάς — ἐπιληπτικά̱ς , ἐπιληπτικός subject to epilepsy fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπνοβασία — (Ιατρ.). Κινητική δραστηριότητα που εκδηλώνεται κατά τη διάρκεια του ύπνου, με τρόπο συμπτωματικό και έξω από οποιονδήποτε έλεγχο της συνείδησης. Το άτομο δε θυμάται τις πράξεις που εκτελεί κατά την υ., κρατά γενικά τα μάτια ανοιχτά και το… … Dictionary of Greek