Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἐπιληπτικοῦ

См. также в других словарях:

  • ἐπιληπτικοῦ — ἐπιληπτικός subject to epilepsy masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραχηλισμός — ο, ΝΑ [τραχηλίζω] (στην πάλη) τέχνασμα με το οποίο ο παλαιστής προσπαθεί να συλλάβει τον αντίπαλό του από τον τράχηλο για να τόν καταβάλει άμεσα και γρήγορα νεοελλ. ιατρ. σπασμωδική συστολή τού τραχήλου κατά τη διάρκεια επιληπτικού παροξυσμού,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»