-
1 επιληπτικού
-
2 ἐπιληπτικοῦ
См. также в других словарях:
ἐπιληπτικοῦ — ἐπιληπτικός subject to epilepsy masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραχηλισμός — ο, ΝΑ [τραχηλίζω] (στην πάλη) τέχνασμα με το οποίο ο παλαιστής προσπαθεί να συλλάβει τον αντίπαλό του από τον τράχηλο για να τόν καταβάλει άμεσα και γρήγορα νεοελλ. ιατρ. σπασμωδική συστολή τού τραχήλου κατά τη διάρκεια επιληπτικού παροξυσμού,… … Dictionary of Greek