-
1 επιλαχόντα
ἐπιλαγχάνωsucceed: aor part act neut nom /voc /acc plἐπιλαγχάνωsucceed: aor part act masc acc sg -
2 ἐπιλαχόντα
ἐπιλαγχάνωsucceed: aor part act neut nom /voc /acc plἐπιλαγχάνωsucceed: aor part act masc acc sg -
3 ἐπιλαγχάνω
A succeed another in an office on a vacancy,οὔτε λαχὼν οὔτ' ἐπιλαχών Aeschin.3.62
, D.58.29; ἐ. τινὶ βουλῆς succeed him in the Council, Pl.Com.167, cf. 166.5.2. obtain, have allotted to one,εὐδαιμονίας Ph.1.629
, al.II. fall to one's lot next,ἐπιλέλογχε πύματον.. γῆρας S.OC 1235
(lyr.); ἐπιλαχόντατινὶ πράγματα PMon.6.50
, cf. 7.45 (vi A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιλαγχάνω
См. также в других словарях:
ἐπιλαχόντα — ἐπιλαγχάνω succeed aor part act neut nom/voc/acc pl ἐπιλαγχάνω succeed aor part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εκλογές — Με τον όρο αυτό ονομάζεται στο νεότερο συνταγματικό δίκαιο η διαδικασία επιλογής των αντιπροσωπευτικών οργάνων του κράτους και των οργάνων της τοπικής αυτοδιοίκησης, η οποία στηρίζεται στην ψήφο των πολιτών. Η διάδοση του θεσμού των ε.… … Dictionary of Greek