-
1 επικιδνημι
эп.-ион. ἐπικίδναμι простиратьκακοῖς ἐπικίδνατε θυμόν Her. — бедствиям противопоставьте (свое) мужество, по друг. излейте свою душу в скорби;
med. — простираться, распространяться (ὅσον ἐπικίδναται ἠώς Hom.):οὖ ὕδωρ ἐπικίδναται αἶαν Hom. — (река Аксий), вода которого разливается по (амидонской) земле -
2 επικιδναμι
См. также в других словарях:
επικίδνημι — ἐπικίδνημι (Α) εκτείνω, εξαπλώνω, διαχέω (α. «ἀλλ’ ἴτον ἐξ ἀδύτοιο, κακοῑς δ’ ἐπικίδνατε θυμόν», Ηρόδ. β. «ὅσον τ’ ἐπικίδναται ἠώς», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + *κίδνημι, ενεργ. τ. τού ρ. κίδναμαι «εκτείνομαι», που απαντά μόνο εν συνθέσει] … Dictionary of Greek
ἐπικίδνατε — ἐπικίδνημι spread over pres imperat act 2nd pl ἐπικίδνημι spread over pres ind act 2nd pl ἐπικίδνημι spread over imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπεκίδνατο — ἐπικίδνημι spread over imperf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικιδναμένου — ἐπικίδνημι spread over pres part mp masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικιδνάντος — ἐπικίδνημι spread over pres part act masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικίδναμαι — ἐπικίδνημι spread over pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικίδνανται — ἐπικίδνημι spread over pres ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικίδναται — ἐπικίδνημι spread over pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)