Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἐπικήδειος

См. также в других словарях:

  • ἐπικήδειος — of masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επικήδειος — α, ο (AM ἐπικήδειος, ον) αυτός που γίνεται ή λέγεται κατά την κηδεία, ο νεκρώσιμος (α. «επικήδειος λόγος» β. «ἄεισον ἐν δακρύοις ᾠδὰν ἐπικήδειον», Ευρ.) νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο επικήδειος (λόγος) νεκρώσιμη ομιλία αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ… …   Dictionary of Greek

  • επικήδειος — α, ο που λέγεται ή γίνεται ή συνήθως συμβαίνει στην κηδεία, νεκρώσιμος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐπικήδειον — ἐπικήδειος of masc/fem acc sg ἐπικήδειος of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικηδείοις — ἐπικήδειος of masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικηδείου — ἐπικήδειος of masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικηδείους — ἐπικήδειος of masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικηδείων — ἐπικήδειος of masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικηδείῳ — ἐπικήδειος of masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικήδεια — ἐπικήδειος of neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικήδειοι — ἐπικήδειος of masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»