-
1 επικέρδειαν
-
2 ἐπικέρδειαν
См. также в других словарях:
ἐπικέρδειαν — ἐπικέρδεια interest fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 επικέρδειαν
2 ἐπικέρδειαν
ἐπικέρδειαν — ἐπικέρδεια interest fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)