Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἐπικέκλεο

См. также в других словарях:

  • ἐπικέκλεο — ἐπικέλομαι call upon aor imperat mid 2nd sg (epic doric ionic aeolic) ἐπικέλομαι call upon aor ind mid 2nd sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επικέλομαι — ἐπικέλομαι (ποιητ. τ.) (Α) (αποθ.) 1. επικαλούμαι («πολλά κατηρᾶτο, στυγερός δ’ ἐπεκέκλετ’ Ἑρινῡς», Ομ. Ιλ.) 2. (με δοτ. και απρμφ.) συμβουλεύω, ενθαρρύνω («τεῷ ἐπικέκλεο παιδί», Απολλ. Ρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κέλομαι «προτρέπω, φωνάζω»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»