-
1 επικόρμιον
-
2 ἐπικόρμιον
-
3 ἐπικόρμιον
ἐπικόρμιον, τό,A = ἐπικόπανον, Eust.1476.34: written [full] ἐπικόρμον Id.1692.62.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπικόρμιον
-
4 επικόρμιον
το см. επικόπανον -
5 επικορμίω
-
6 ἐπικορμίῳ
См. также в других словарях:
επικόρμιον — ἐπικόρμιον, τὸ (Μ) επικόπανο*. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κορμίον (< κορμός)] … Dictionary of Greek
ἐπικόρμιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικορμίῳ — ἐπικόρμιον neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επίκορμον — ἐπίκορμον, τό (Μ) [κορμός] επικόρμιον … Dictionary of Greek