-
1 επικυλινδεω
ἐπικυλινδέω, ἐπικῠλίω1) скатывать, наваливать(πέτρους ἐπί τινα Xen. и πέτρας τινί Polyb.)
; pass. скатываться2) нагромождать(τόκοι τόκοις ἐπικυλισθέντες Plut.; ἐπικυλινδείσθω καὴ ὅ Παρνασός, sc. τῇ Οἴτῃ Luc.)
3) катиться(κύματα ἐπικυλινδοῦντα Luc.)
-
2 επικυλινδω
-
3 επικυλιω
= ἐπικυλινδέω См. επικυλινδεω -
4 επικυλιω...
ἐπικυλίω...ἐπικυλινδέω, ἐπικῠλίω1) скатывать, наваливать(πέτρους ἐπί τινα Xen. и πέτρας τινί Polyb.)
; pass. скатываться2) нагромождать(τόκοι τόκοις ἐπικυλισθέντες Plut.; ἐπικυλινδείσθω καὴ ὅ Παρνασός, sc. τῇ Οἴτῃ Luc.)
3) катиться(κύματα ἐπικυλινδοῦντα Luc.)
См. также в других словарях:
ἐπικυλινδούντων — ἐπικυλινδέω roll down upon pres part act masc/neut gen pl (attic epic doric) ἐπικυλινδέω roll down upon pres imperat act 3rd pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικυλινδεῖσθαι — ἐπικυλινδέω roll down upon pres inf mp (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικυλινδείσθω — ἐπικυλινδέω roll down upon pres imperat mp 3rd sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικυλινδοῦντες — ἐπικυλινδέω roll down upon pres part act masc nom/voc pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικυλινδούμεναι — ἐπικυλινδέω roll down upon pres part mp fem nom/voc pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικυλινδούμενος — ἐπικυλινδέω roll down upon pres part mp masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)