Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ἐπικρίσεων

См. также в других словарях:

  • ἐπικρίσεων — ἐπικρίσεω̆ν , ἐπίκρισις determination fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τελολογία — Φιλοσοφική θεωρία κατά την οποία ο λόγος ύπαρξης όλων των πραγμάτων ταυτίζεται με τον σκοπό (τέλος) προς τον οποίο κατευθύνονται. Σύμφωνα με μια περίφημη ανάλυση του Καντ, η ύπαρξη των πραγμάτων μπορεί να θεωρηθεί ότι υπόκειται σε δύο κατηγορίες… …   Dictionary of Greek

  • εμποροκρατία — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται συνήθως η πολιτική επέκτασης και οικονομικής ανάπτυξης, που ακολούθησαν οι μεγάλες ευρωπαϊκές μοναρχίες τον 16o, τον 17o και τον 18o αι., καθώς και οι θεωρίες των συγγραφέων της περιόδου εκείνης, οι οποίοι… …   Dictionary of Greek

  • μπαράζ — το άκλ. 1. μτφ. α) υπερένταση τών δυνάμεων, μεγάλη προσπάθεια πριν από τον τελικό στόχο β) καταιγισμός («μπαράζ επικρίσεων») 2. φρ. «αγώνας μπαράζ» αθλητικός αγώνας ανάμεσα σε δύο ομάδες που ισοψηφούν, κατά τον οποίο η ομάδα που θα χάσει… …   Dictionary of Greek

  • πνευματισμός — Θεωρία που αποδίδεται στην ύπαρξη πνευματικών όντων, ανεξάρτητων από το φυσικό κόσμο, την προέλευση του συνόλου των παραφυσικών φαινομένων, τα οποία μελετά η παραψυχολογία. Με την πρώτη εκδήλωση, στη Δύση, εμπειριών που έρχονταν σε αντίθεση με… …   Dictionary of Greek

  • στόχος — ο, ΝΜΑ σημείο ή αντικείμενο προς το οποίο σκοπεύει, κατευθύνει τη βολή τού όπλου του κάποιος, σημάδι νεοελλ. 1. σκοπός, επιδίωξη 2. πρόσωπο ή αντικείμενο προς το οποίο κατευθύνεται μια ενέργεια («έγινε στόχος άδικων επικρίσεων και συκοφαντιών») 3 …   Dictionary of Greek

  • υπερεγώ — Έννοια της φροϋδικής ψυχαναλυτικής θεωρίας που καθορίζει ότι η συμπεριφορά της ψυχής ρυθμίζεται από την υφή της σκέψης. Σύμφωνα με τη θεωρία του Φρόυντ, το υ. είναι το ιδεώδες του εγώ, είναι η τρίτη σημαντική διάρθρωση της σκέψης. Οι άλλες δυο… …   Dictionary of Greek

  • Αφγανιστάν — Κράτος της νοτιοκεντρικής Ασίας.Συνορεύει στα Β με το Τουρκμενιστάν (ΒΔ), το Ουζμπεκιστάν, το Τατζικιστάν (ΒΑ) και την Κίνα (ΒΑ), στα Α και Ν με το Πακιστάν και στα Δ με το Ιράν.Το Α. βρίσκεται στο κέντρο της αχανούς νότιας Ασίας, ανάμεσα σε μια… …   Dictionary of Greek

  • Βουλγαρία — Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο.Συνορεύει στα Β με τη Ρουμανία, στα Δ με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία (ΒΔ) και την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (ΝΔ), στα Ν με την Ελλάδα και την Τουρκία, ενώ Α βρέχεται από… …   Dictionary of Greek

  • Γεφτουσένκο, Γεβγκένι Αλεξάντροβιτς — (Yevgeni Aleksandrovich Yevtushenko, Ζιμά 1933 –). Ρώσος ποιητής και πεζογράφος. Ύστερα από μερικά χρόνια περιπετειώδους ζωής, κατά την οποία υπήρξε χορευτής, γεωλόγος και κυνηγός αρκούδων, εμφανίστηκε για πρώτη φορά στα γράμματα μετά το 1950 με… …   Dictionary of Greek

  • Γκαροντί, Ροζέ — (Roger Garaudy, Μασσαλία 1913 –). Γάλλος φιλόσοφος, λογοτέχνης και πολιτικός. Δίδαξε φιλοσοφία σε διάφορα γαλλικά πανεπιστήμια. Συμμετείχε στην Αντίσταση και εντάχθηκε στο Κομουνιστικό Κόμμα Γαλλίας (ΚΚΓ), του οποίου υπήρξε βουλευτής (1945 58)… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»