-
1 επικρωζω
-
2 ἐπικρώζω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπικρώζω
-
3 επικρώζη
ἐπικρώζωcaw: pres subj mp 2nd sgἐπικρώζωcaw: pres ind mp 2nd sgἐπικρώζωcaw: pres subj act 3rd sg -
4 ἐπικρώζῃ
ἐπικρώζωcaw: pres subj mp 2nd sgἐπικρώζωcaw: pres ind mp 2nd sgἐπικρώζωcaw: pres subj act 3rd sg -
5 επικρώζουσι
ἐπικρώζωcaw: pres part act masc /neut dat pl (attic epic doric ionic)ἐπικρώζωcaw: pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) -
6 ἐπικρώζουσι
ἐπικρώζωcaw: pres part act masc /neut dat pl (attic epic doric ionic)ἐπικρώζωcaw: pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) -
7 επικρώζοντες
-
8 ἐπικρώζοντες
См. также в других словарях:
επικρώζω — ἐπικρώζω (Α) 1. κράζω δυνατά («φθονεραὶ γὰρ ἐπικρώζουσαι κορῶναι», Αριστοφ.) 2. φωνάζω εναντίον κάποιου … Dictionary of Greek
ἐπικρώζῃ — ἐπικρώζω caw pres subj mp 2nd sg ἐπικρώζω caw pres ind mp 2nd sg ἐπικρώζω caw pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικρώζουσι — ἐπικρώζω caw pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἐπικρώζω caw pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικρώζοντες — ἐπικρώζω caw pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρώζω — (AM κρώζω) 1. (για τον κόρακα, την κουρούνα ή άλλα πτηνά) εκβάλλω κρωγμούς, φωνάζω κρα κρα («μή τοι ἐφεζομένη κρώζῃ λακέρυζα κορώνη», Ησίοδ.) 2. (για πρόσωπα) κραυγάζω με βραχνή φωνή («τοῡτο μέν, ὦ γραῡ, σαυτῇ κρώξαις», Αριστοφ.) αρχ. (για άμαξα) … Dictionary of Greek