-
1 επικρατείς
ἐπικρατέωrule over: pres ind act 2nd sg (attic epic doric ionic)ἐπικρατέωrule over: pres ind act 2nd sg (attic epic doric ionic)ἐπικρατήςmaster: masc /fem acc plἐπικρατήςmaster: masc /fem nom /voc pl (attic epic) -
2 ἐπικρατεῖς
ἐπικρατέωrule over: pres ind act 2nd sg (attic epic doric ionic)ἐπικρατέωrule over: pres ind act 2nd sg (attic epic doric ionic)ἐπικρατήςmaster: masc /fem acc plἐπικρατήςmaster: masc /fem nom /voc pl (attic epic)
См. также в других словарях:
ἐπικρατεῖς — ἐπικρατέω rule over pres ind act 2nd sg (attic epic doric ionic) ἐπικρατέω rule over pres ind act 2nd sg (attic epic doric ionic) ἐπικρατής master masc/fem acc pl ἐπικρατής master masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γονίδιο — Διακεκριμένη κληρονομική μονάδα, διατεταγμένη σε γραμμική μορφή κατά μήκος των χρωμοσωμάτων, που καθορίζει τα χαρακτηριστικά ενός οργανισμού. Το καθένα από τα γ. είναι ο κληρονομικός παράγοντας, υπεύθυνος για κάποιο χαρακτηριστικό ή λειτουργία.… … Dictionary of Greek
πατροκλινής — ές φρ. «πατροκλινής κληρονομικότητα» βιολ. κληρονομικότητα κατά την οποία οι απόγονοι διατηρούν όλους τους χαρακτήρες τού πατέρα τους, δηλ. όλοι οι χαρακτήρες που υπάρχουν στον πατέρα πρέπει να είναι επικρατείς. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ … Dictionary of Greek