-
1 επικρατεστέρων
-
2 ἐπικρατεστέρων
См. также в других словарях:
ἐπικρατεστέρων — ἐπικρατής master fem gen comp pl ἐπικρατής master masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασβεστοκερατίτης — Ασβεστολιθικό πέτρωμα που μέσα στη μάζα περικλείει άφθονους και αρκετά ευδιάκριτους κρυστάλλους χαλαζία, αστρίων, πυροξένων, αμφιβόλων, μίκας και άλλων πυριτικών ορυκτών. Ο ιστός του πετρώματος έχει πορφυριτική όψη και ο σχηματισμός του… … Dictionary of Greek