-
1 ἐπι-κοινωνέω
ἐπι-κοινωνέω, Etwas mit Einem gemein haben, ἀλλήλοις Plat. Gorg. 464 c; Soph. 251 d; τινί Dem. 29, 36; νόμον οὐδὲν ἐπικοινωνοῦντα τῷ περὶ τῶν στεφανουμένων Aesch. 3, 44; pass., γάμους ἀλλήλοις ἐπικοινωνουμένους, wie ἐπικοίνους, Plat. Legg. I, 631 d, mit der v. l. ἐπικοινουμένους.
См. также в других словарях:
ἐπικοινουμένους — ἐπικοινάομαι consult pres part mp masc acc pl (attic epic doric ionic) ἐπικοινόομαι pres part mp masc acc pl ἐπικοινόω communicate pres part mp masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επικοινώ — ἐπικοινῶ, όω (Α) [επίκοινος] 1. ανακοινώνω, κοινοποιώ, μεταδίδω 2. μέσ. ἐπικοινοῡμαι, όομαι ανακοινώνω κάτι σε κάποιον και ζητώ τη συμβουλή του («περὶ τούτου τῷ πατρὶ ἐπεκοινώσω», Πλάτ.) 3. παθ. έρχομαι σε επικοινωνία («περί τε γάμους ἀλλήλους… … Dictionary of Greek