-
1 επικλήσιος
-
2 ἐπικλήσιος
См. также в других словарях:
ἐπικλήσιος — ἐπίκλησις surname fem gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 επικλήσιος
2 ἐπικλήσιος
ἐπικλήσιος — ἐπίκλησις surname fem gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)