-
1 επικλώσωσ'
-
2 ἐπικλώσωσ'
-
3 ἐπικλώθω
II. spin to one, assign, prop. of the Fates who spun the thread of destiny; also of all powers which influence men's fortunes, οὔ μοι τοιοῦτονἐπέκλωσαν θεοὶ ὄλβον Od.3.208
, cf.4.208, etc.; ὁππότε κεν Μοῖραι ἐπικλώσωσ' (sc. θάνατον) Callin.1.9, cf. Them.Or.32.356d:—[voice] Med.,ὁππότε [θεοὶ] βασιλεῦσιν ἐπικλώσωνται ὀϊζύν Od.20.196
, cf. 8.579: sts. c.inf. pro acc., ; ὡςγὰρ ἐπεκλώσαντο θεοὶ δειλοῖσι βροτοῖσι, ζώειν ἀχνυμένοις Il.24.525
(here only in Il.):—so in [voice] Act., φιτρὸν τὸν Μοῖρ' ἐπέκλωσεν ζωᾶς ὅρονἔμμεν B.5.143
;τοῦτο γὰρ λάχος.. Μοῖρ' ἐπέκλωσεν ἐμπέδως ἔχειν A. Eu. 335
(lyr.); ἐπεὶ τό γε (sc. θανεῖν) Μοῖρ' ἐ. CIG 3136 ([place name] Erythrae), al.—Poet. word, used by Pl.Tht. 169c τὴν.. εἱμαρμένην, ἣν <ἂν> σὺ ἐπικλώσῃς, cf. Stoic.2.319, Luc.Cont.16, DMort.30.2, Jul.Or.7.229c:—[voice] Pass., τὰ ἐπικλωσθέντα its destiny, Pl.R. 620e, cf. Lg. 957e, Plu.2.22b, 114d;ἐξ ἀρχῆς -κεκλωσμένην ἀπόβασιν Com.Adesp.295
(troch.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπικλώθω
См. также в других словарях:
ἐπικλώσωσ' — ἐπικλώσωσι , ἐπικλώθω spin upon aor subj act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)