-
1 επικλίντης
-
2 ἐπικλίντης
-
3 επικλιντης
-
4 ἐπικλίντης
A moving sideways, [σεισμοὶ] ἐπικλίνται earthquakes that move at acute angles, Arist.Mu. 396a1 (v.l. ἐπικλίται: ἐπικλινίαι (sic) Lyd.Ost.53 codd.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπικλίντης
-
5 ἐπικλίντης
ἐπι-κλίντης σεισμός, eine Erderschütterung in spitzen Winkeln nach den Seiten hin -
6 επικλίνται
ἐπικλίντηςmoving sideways: masc nom /voc plἐπικλίντᾱͅ, ἐπικλίντηςmoving sideways: masc dat sg (doric aeolic) -
7 ἐπικλίνται
ἐπικλίντηςmoving sideways: masc nom /voc plἐπικλίντᾱͅ, ἐπικλίντηςmoving sideways: masc dat sg (doric aeolic) -
8 επικλίντου
-
9 ἐπικλίντου
-
10 κλιματίας
A = ἐπικλίντης, Heraclit.All.38, Amm. Marc.17.7; prob.l. for καυματίας, Posidon. ap. D.L.7.154.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κλιματίας
См. также в других словарях:
επικλίντης — ἐπικλίντης ή ἐπικλίτης, ὁ (Α) οι σεισμοί που δονούν τη γη κατά οξείες γωνίες … Dictionary of Greek
ἐπικλίντης — moving sideways masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικλίνται — ἐπικλίντης moving sideways masc nom/voc pl ἐπικλίντᾱͅ , ἐπικλίντης moving sideways masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικλίντου — ἐπικλίντης moving sideways masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλιματίας — κλιματίας, ὁ (Α) (ενν. σεισμός) ο επικλίντης*, δηλ. ο σεισμός που δονεί τη γη κατά οξείες γωνίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλίμα, ατος + επίθημα ίας (πρβλ. αινιγματ ίας, τραυματ ίας)] … Dictionary of Greek
ԵՊԻԿԼԻՏ — ( ) NBH 1 0660 Chronological Sequence: 6c Բառ յն. ἑπικλίντης inclinans Ազդ ինչ սասանութեան երկրի. *Որ առ կողմանսն շարժին ըստ սուր անգմանց (անկեանց), եպիկլիտք (կամ եպիկլնտք) կոչեն, որ թարգմանի (ասէ թարգմանիչն՝)խոնարհեցուցիչ. Արիստ. աշխ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ԽՈՆԱՐՀԵՑՈՒՑԻՉ — (ցչի, աց.) NBH 1 0963 Chronological Sequence: Early classical, 6c, 12c ա. Որ խոնարհեցուցանէ (ըստ ամենայն նշ.) *Առաջին խոնարհեցուցիչն նորա ... մատեաւ առ նոսա. Եփր. համաբ.: *Խոնարհեցուցիչ աստուծոյ խիտ մաղթանքն. Լմբ. սղ.: *(Ոմանք ʼի գետնաշարժից)… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)