-
1 επικηραίνειν
-
2 ἐπικηραίνειν
См. также в других словарях:
ἐπικηραίνειν — ἐπί κηραίνω harm pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 επικηραίνειν
2 ἐπικηραίνειν
ἐπικηραίνειν — ἐπί κηραίνω harm pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)