-
1 επικευθω
скрывать, утаивать(οὐδὲν ἔπος τινί Hom.)
οὐ σ΄ ἐπικεύσω (v. l. οὐκ ἐπικεύσω) Aesch. — не скрою от тебя -
2 ἐπικεύθω
A conceal, hide, always with a neg.,ἐρέω ἔπος οὐδ' ἐπικεύσω Il.5.816
;πρόφρων ὑποθήσομαι οὐδ' ἐπικεύσω Od.5.143
; εἰπέ μοι.. νημερτέαμηδ' ἐπικεύσῃς 15.263
; , cf. 17.141: and in A.Ag. 800 (anap.), c. acc., οὔ σ' ἐπικεύσω I will not hide it from thee, cf. A.R.3.332.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπικεύθω
-
3 ἐπικεύθω
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἐπικεύθω
-
4 ἐπικεύθω
-
5 επικεύσω
ἐπικεύθωconceal: aor subj act 1st sgἐπικεύθωconceal: fut ind act 1st sgἐπικεύθωconceal: aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) -
6 ἐπικεύσω
ἐπικεύθωconceal: aor subj act 1st sgἐπικεύθωconceal: fut ind act 1st sgἐπικεύθωconceal: aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) -
7 επίκευθε
ἐπικεύθωconceal: pres imperat act 2nd sgἐπικεύθωconceal: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) -
8 ἐπίκευθε
ἐπικεύθωconceal: pres imperat act 2nd sgἐπικεύθωconceal: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) -
9 επικεύσαι
-
10 ἐπικεῦσαι
-
11 επικεύσης
-
12 ἐπικεύσῃς
См. также в других словарях:
επικεύθω — ἐπικεύθω (Α) (πάντ. με άρν.) κρύβω, κρατώ μυστικό («τῷ τοι... ἐρέω ἔπος, ούδ’ ἐπικεύσω», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κεύθω «καλύπτω, αποκρύπτω»] … Dictionary of Greek
ἐπικεύσω — ἐπικεύθω conceal aor subj act 1st sg ἐπικεύθω conceal fut ind act 1st sg ἐπικεύθω conceal aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπίκευθε — ἐπικεύθω conceal pres imperat act 2nd sg ἐπικεύθω conceal imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικεῦσαι — ἐπικεύθω conceal aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικεύσῃς — ἐπικεύθω conceal aor subj act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεύθω — (Α) (ποιητ. ρ.) 1. (κυρίως για τάφο) καλύπτω εντελώς, κατακαλύπτω, κρύβω μέσα («ὅv οὐδὲ κατθανόντα γαῑα κεύθει», Αισχύλ.) 2. (στον παρακμ.) κέκευθα περιέχω, περιλαμβάνω («ὅσα τε πτόλις ἥδε κέκευθε», Ομ. Ιλ.) 3. έχω κάτι κρυμμένο, κρατώ κάτι κρυφό … Dictionary of Greek