-
1 επικεφάλου
-
2 ἐπικεφάλου
См. также в других словарях:
ἐπικεφάλου — ἐπικέφαλον head of battering ram neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 επικεφάλου
2 ἐπικεφάλου
ἐπικεφάλου — ἐπικέφαλον head of battering ram neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)