-
1 επικαί
-
2 ἐπικαί
См. также в других словарях:
ἐπικαί — ἐπικός epic fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 επικαί
2 ἐπικαί
ἐπικαί — ἐπικός epic fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)