-
1 ἐπι-καθ-έζομαι
ἐπι-καθ-έζομαι (s. ἕζομαι), sich niedersetzen, ἐφ' οἷς ἂν ἐπικαϑέζηται Ar. Plut. 185; Sp., die auch den aor. pass. ἐπικαϑεσϑείς haben, Artemid. 2, 20.
См. также в других словарях:
ἐπικαθεσθείς — ἐπί , κατά ἕζομαι seat oneself aor part pass masc nom/voc sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)