-
1 επικατευξάμενος
-
2 ἐπικατευξάμενος
См. также в других словарях:
ἐπικατευξάμενος — ἐπί κατεύχομαι pray earnestly aor part mid masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 επικατευξάμενος
2 ἐπικατευξάμενος
ἐπικατευξάμενος — ἐπί κατεύχομαι pray earnestly aor part mid masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)