-
1 ἐπικατασφάζω
A slay upon or over, τινὰ τῷ νεκρῷ, τῷ τύμβῳ ἑωυτόν, Hdt.1.45;τῇ παρθένῳ Plu.2.772c
: without dat., Parth.31.2, Plu.Cleom.37; αὑτούς Phld.l.c.:—[voice] Pass.,τινί J.AJ19.1.13
.2. slay in succession or after, D.H.3.20, App.Hann.59, al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπικατασφάζω
-
2 ἐπικαταβαίνω
A go down to a place,ἐς Πλαταιάς Hdt.9.25
; πρὸςτὴν πόλιν Th.6.97
;πρὸς τὴν θάλασσαν Id.7.23
,35; extend downwards, ὀδύναι ἐς τὰς χεῖρας ἐ. Hp.Prorrh.2.40: metaph., [ θεοὶ] ψυχῶν προέστησαν .2. go down after or against an enemy, Hdt.8.38, Th.4.11, 7.84.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπικαταβαίνω
-
3 ἐπικαταβάλλω
Aδ' ἐπὶ φᾶρος κάββαλε A.R.4.187
, cf. Q.S.14.583:— cast over, Il.cc.; throw down upon, ἐ. τὸν οἶκόν τισι, of Samson, J.AJ5.8.12, cf. 14.15.5; throw down at,πέτρους D.C.50.33
.2. let fall down or droop at a thing,τὰ ὦτα X.Cyn.4.3
.3. impose a fine, Tab.Heracl.1.134, where for ἐπικαταβάνοντι Ahrens corrected - βαλίοντι ([tense] fut.part.).4. [voice] Pass., to be distrained upon by a creditor, Meyer Juristische Papyri p.224 (i B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπικαταβάλλω
-
4 ἐπικαταβολή
ἐπικατα-βολή, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπικαταβολή
-
5 ἐπικαταδαρθάνω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπικαταδαρθάνω
-
6 ἐπικαταδεσμέω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπικαταδεσμέω
-
7 ἐπικαταδέω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπικαταδέω
-
8 ἐπικαταδύνω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπικαταδύνω
-
9 ἐπικατάδυσις
II. Astrol., name of eighth τόπος, Antioch. Astr. in Cat.Cod.Astr.8(3).117.11.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπικατάδυσις
-
10 ἐπικαταθέω
A run down upon, attack, D.C.40.36.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπικαταθέω
-
11 ἐπικαταθλάω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπικαταθλάω
-
12 ἐπικατακαίω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπικατακαίω
-
13 ἐπικατακλάω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπικατακλάω
-
14 ἐπικατακλίνω
II. introduce as a concubine, J.AJ1.10.4.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπικατακλίνω
-
15 ἐπικατακλύζω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπικατακλύζω
-
16 ἐπικατακλώθω
A gloss on ἐπεκλώσαντο, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπικατακλώθω
-
17 ἐπικατακοιμάομαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπικατακοιμάομαι
-
18 ἐπικατακοιμίζομαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπικατακοιμίζομαι
-
19 ἐπικαταλαμβάνω
A follow and catch up, overtake,τὰς ναῦς Th.2.90
;τινά Id.3.111
, Plb.1.66.3, etc.; σελήνη ἥλιον ἐ. Pl.Ti. 39c: abs., μεταξὺδὲ ἁμέρα-λαμβάνει IG4.952.14
(Epid.):—[voice] Pass., Arist.HA 611b33.b. of fruit which forms before the last year's fruit is ripe, overtakes it, Thphr.HP2.6.10.2. fasten, bind on,κατάπλασμα ταινιδίῳ Gal.13.357
.3. Gramm. in [voice] Pass., of σημεῖα, to be understood after, S.E. M.8.166.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπικαταλαμβάνω
-
20 ἐπικαταλείπω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπικαταλείπω
См. также в других словарях:
ἐπικαταγνύμενα — ἐπικατᾱγνύμενα , ἐπί κατάγνυμι Cat.Cod. Astr. pres part mp neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικατάρασαι — ἐπικατά̱ρᾱσαι , ἐπικαταίρω swoop aor part act fem nom/voc pl (attic epic doric ionic aeolic) ἐπικατάρᾱσαι , ἐπικαταράομαι bring curses pres ind mp 2nd sg (attic) ἐπικατάρᾱσαι , ἐπικαταράομαι bring curses aor imperat mp 2nd sg (attic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικατάρασιν — ἐπικατά̱ρᾱσιν , ἐπικαταίρω swoop aor part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικατάρατε — ἐπικατάρᾱτε , ἐπικατάρατος accursed masc/fem voc sg ἐπικατά̱ρατε , ἐπικαταίρω swoop aor imperat act 2nd pl ἐπικατά̱ρατε , ἐπικαταίρω swoop aor ind act 2nd pl (doric aeolic) ἐπικατά̱ρατε , ἐπικαταίρω swoop aor ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικατάρατον — ἐπικατάρᾱτον , ἐπικατάρατος accursed masc/fem acc sg ἐπικατάρᾱτον , ἐπικατάρατος accursed neut nom/voc/acc sg ἐπικατά̱ρατον , ἐπικαταίρω swoop aor imperat act 2nd dual ἐπικατά̱ρατον , ἐπικαταίρω swoop aor ind act 2nd dual (doric aeolic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικαταράτων — ἐπικαταρά̱των , ἐπικατάρατος accursed masc/fem/neut gen pl ἐπικατᾱράτων , ἐπικαταίρω swoop aor imperat act 3rd dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)