-
21 ἐπικατάληψις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπικατάληψις
-
22 ἐπικαταλύω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπικαταλύω
-
23 ἐπικαταμένω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπικαταμένω
-
24 ἐπικαταμωκάομαι
A = καταμωκάομαι, Poll.8.77; gloss on ἐπιλλίζω, Sch.A.R.3.791.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπικαταμωκάομαι
-
25 ἐπικαταξύω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπικαταξύω
-
26 ἐπικαταπάσσω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπικαταπάσσω
-
27 ἐπικαταπηδάω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπικαταπηδάω
-
28 ἐπικαταπίμπρημι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπικαταπίμπρημι
-
29 ἐπικαταπίπτω
2. metaph., fall to the lot of,λυγρῷ ἐπικάππεσεν ὄλβος Id.7.78
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπικαταπίπτω
-
30 ἐπικαταπλάσσω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπικαταπλάσσω
-
31 ἐπικαταπλέω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπικαταπλέω
-
32 ἐπικαταπνέω
A blow against, EM554.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπικαταπνέω
-
33 ἐπικαταρρέω
A run down, of humours, from the head to other parts, Hp.Aër.3.II. fall down upon,νεκροῖς Plu.Pel.4
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπικαταρρέω
-
34 ἐπικαταρρήγνυμι
A tear, rend,στολάς J.AJ2.6.7
:—[voice] Pass., fall violently down upon,τινί D.H.10.16
; of rain, Plu.Mar.21.2. [voice] Pass., to be violently purged,κοιλία -ερρηγνυμένη Gal.16.691
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπικαταρρήγνυμι
-
35 ἐπικαταρριπτέω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπικαταρριπτέω
-
36 ἐπικατασείω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπικατασείω
-
37 ἐπικατασκάπτω
A destroy, τῇκαλαύροπι τὸ σπήλαιον D.H.1.39
; throw down upon, ἔτι ζῶντος τὴνγῆν Id.4.48
;τὴν πόλιν τισί J.AJ13.13.3
; destroy as well, App.Ill.8, al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπικατασκάπτω
-
38 ἐπικατασκευάζω
2. bring about in addition,πρὸς τῷ πολέμῳ στάσιν ἑαυτοῖς καὶ λιμόν J.BJ 4.3.3
.3. [voice] Med., establish by additional arguments, Arg.D. 46.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπικατασκευάζω
-
39 ἐπικατασκοπέω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπικατασκοπέω
-
40 ἐπικατασπάω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπικατασπάω
См. также в других словарях:
ἐπικαταγνύμενα — ἐπικατᾱγνύμενα , ἐπί κατάγνυμι Cat.Cod. Astr. pres part mp neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικατάρασαι — ἐπικατά̱ρᾱσαι , ἐπικαταίρω swoop aor part act fem nom/voc pl (attic epic doric ionic aeolic) ἐπικατάρᾱσαι , ἐπικαταράομαι bring curses pres ind mp 2nd sg (attic) ἐπικατάρᾱσαι , ἐπικαταράομαι bring curses aor imperat mp 2nd sg (attic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικατάρασιν — ἐπικατά̱ρᾱσιν , ἐπικαταίρω swoop aor part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικατάρατε — ἐπικατάρᾱτε , ἐπικατάρατος accursed masc/fem voc sg ἐπικατά̱ρατε , ἐπικαταίρω swoop aor imperat act 2nd pl ἐπικατά̱ρατε , ἐπικαταίρω swoop aor ind act 2nd pl (doric aeolic) ἐπικατά̱ρατε , ἐπικαταίρω swoop aor ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικατάρατον — ἐπικατάρᾱτον , ἐπικατάρατος accursed masc/fem acc sg ἐπικατάρᾱτον , ἐπικατάρατος accursed neut nom/voc/acc sg ἐπικατά̱ρατον , ἐπικαταίρω swoop aor imperat act 2nd dual ἐπικατά̱ρατον , ἐπικαταίρω swoop aor ind act 2nd dual (doric aeolic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικαταράτων — ἐπικαταρά̱των , ἐπικατάρατος accursed masc/fem/neut gen pl ἐπικατᾱράτων , ἐπικαταίρω swoop aor imperat act 3rd dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)