-
1 επικατασπείσαντος
-
2 ἐπικατασπείσαντος
См. также в других словарях:
ἐπικατασπείσαντος — ἐπί κατασπένδω pour as a drink offering aor part act masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 επικατασπείσαντος
2 ἐπικατασπείσαντος
ἐπικατασπείσαντος — ἐπί κατασπένδω pour as a drink offering aor part act masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)