Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἐπικαταρρήγνυμαι

См. также в других словарях:

  • ἐπικαταρραγείς — ἐπικαταρρήγνυμαι aor part pass masc nom/voc sg ἐπικαταρρᾱγείς , ἐπικαταρρήγνυμαι aor part pass masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικαταρραγέντες — ἐπικαταρρήγνυμαι aor part pass masc nom/voc pl ἐπικαταρρᾱγέντες , ἐπικαταρρήγνυμαι aor part pass masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικαταρρήγνυσθαι — ἐπικαταρρήγνυμαι pres inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικαταρρήξαντες — ἐπικαταρρήγνυμαι aor part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικαταραγείς — ἐπικαταράσσομαι fall with a crash aor part mp masc nom/voc sg ἐπικαταρρήγνυμαι aor part pass masc nom/voc sg ἐπικαταρᾱγείς , ἐπικαταρρήγνυμαι aor part pass masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικαταραττομένων — ἐπικαταράσσομαι fall with a crash pres part mp fem gen pl (attic) ἐπικαταράσσομαι fall with a crash pres part mp masc/neut gen pl (attic) ἐπικαταρᾱττομένων , ἐπικαταρρήγνυμαι pres part mp fem gen pl (attic) ἐπικαταρᾱττομένων , ἐπικαταρρήγνυμαι… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επικαταρρήγνυμι — ἐπικαταρρήγνυμι (Α) διαρρηγνύω, καταξεσχίζω 2. παθ. ἐπικαταρρήγνυμαι πέφτω πάνω σε κάποιον ορμητικά («ἐπικαταρραγεὶς αὐτῷ πέτρος ὑπερμεγέθης», Διον. Αλ.) 3. παθ. καθαρίζομαι εντελώς με καθαρτικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + καταρρήγνυμι «συντρίβω,… …   Dictionary of Greek

  • ἐπικαταρρήγνυσι — ἐπικαταρρήγνῡσι , ἐπικαταρρήγνυμαι pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»