-
1 επικαταρριπτεω
(вслед за чем-л. или также) бросать вниз, низвергать
См. также в других словарях:
ἐπικατερρίπτουν — ἐπικατερρί̱πτουν , ἐπικαταρριπτέω throw down imperf ind act 3rd pl (attic epic doric) ἐπικατερρί̱πτουν , ἐπικαταρριπτέω throw down imperf ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)