-
1 επικαταπλεω
( о кораблях) (вслед за кем-л.) отплывать, устремляться(καταπλεύσαντος τοῦ στόλου …, ἐπικατέπλευσε τριήρης ἔχουσα πρεσβευτάς Diod.)
-
2 ἐπικαταπλέω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπικαταπλέω
-
3 ἐπικαταπλέω
-
4 επικαταπλεί
ἐπικαταπλέωbear down upon: pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic)ἐπικαταπλέωbear down upon: pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) -
5 ἐπικαταπλεῖ
ἐπικαταπλέωbear down upon: pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic)ἐπικαταπλέωbear down upon: pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic)
См. также в других словарях:
επικαταπλέω — ἐπικαταπλέω (Α) [καταπλέω] (για πλοία) καταπλέω μετά από άλλο («καταπλεύσαντος δέ τοῡ στόλου... ἐπικατέπλευσε Καρχηδονία τριήρης», Διόδ. Σικ.) … Dictionary of Greek
ἐπικαταπλεῖ — ἐπικαταπλέω bear down upon pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) ἐπικαταπλέω bear down upon pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλέω — ΝΜΑ, και επικ. τ. πλείω, Α 1. (για σκάφος) κινούμαι στην επιφάνεια θάλασσας, λίμνης, ποταμού, ταξιδεύω (α. «το πλοίο έπλεε κανονικά όταν σημειώθηκε η έκρηξη» β. «Ἑλλήσποντον ἐπ ἰχθυόεντα πλεούσας νῆας ἐμάς», Ομ. Ιλ.) 2. ταξιδεύω, μετακινούμαι από … Dictionary of Greek