Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἐπικαταπλέω

См. также в других словарях:

  • επικαταπλέω — ἐπικαταπλέω (Α) [καταπλέω] (για πλοία) καταπλέω μετά από άλλο («καταπλεύσαντος δέ τοῡ στόλου... ἐπικατέπλευσε Καρχηδονία τριήρης», Διόδ. Σικ.) …   Dictionary of Greek

  • ἐπικαταπλεῖ — ἐπικαταπλέω bear down upon pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) ἐπικαταπλέω bear down upon pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλέω — ΝΜΑ, και επικ. τ. πλείω, Α 1. (για σκάφος) κινούμαι στην επιφάνεια θάλασσας, λίμνης, ποταμού, ταξιδεύω (α. «το πλοίο έπλεε κανονικά όταν σημειώθηκε η έκρηξη» β. «Ἑλλήσποντον ἐπ ἰχθυόεντα πλεούσας νῆας ἐμάς», Ομ. Ιλ.) 2. ταξιδεύω, μετακινούμαι από …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»