-
1 επικαρπιδιος
-
2 χνοος
См. также в других словарях:
επικαρπίδιος — ἐπικαρπίδιος, ον (Α) αυτός που γίνεται ή εμφανίζεται πάνω στην επιφάνεια τών καρπών («χνοῡν ἐπικαρπίδιον», Ανθ. Παλ.) … Dictionary of Greek
ἐπικαρπίδιον — ἐπικαρπίδιος on fruit masc/fem acc sg ἐπικαρπίδιος on fruit neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χνους — ο / χνοῡς, oū, ΝΜΑ, και ασυναίρ. τ. χνόος, στον Αριστοφ. και στον Ευρ. και τ. θηλ. χνοῡς, ἡ, Α (στη νεοελλ. λόγιος τ.) το λεπτότατο τρίχωμα που καλύπτει τα φύλλα και τους καρπούς ορισμένων φυτών, καθώς και το πρόσωπο τών εφήβων, το χνούδι (α.… … Dictionary of Greek