-
1 επικαρπίδιον
-
2 ἐπικαρπίδιον
См. также в других словарях:
ἐπικαρπίδιον — ἐπικαρπίδιος on fruit masc/fem acc sg ἐπικαρπίδιος on fruit neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επικαρπίδιος — ἐπικαρπίδιος, ον (Α) αυτός που γίνεται ή εμφανίζεται πάνω στην επιφάνεια τών καρπών («χνοῡν ἐπικαρπίδιον», Ανθ. Παλ.) … Dictionary of Greek