-
1 επικαρπία
ἐπικαρπίᾱ, ἐπικαρπίαproduce: fem nom /voc /acc dualἐπικαρπίᾱ, ἐπικαρπίαproduce: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
2 ἐπικαρπία
ἐπικαρπίᾱ, ἐπικαρπίαproduce: fem nom /voc /acc dualἐπικαρπίᾱ, ἐπικαρπίαproduce: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
3 επικάρπια
-
4 ἐπικάρπια
-
5 ἐπικαρπία
ἐπικαρπ-ία, ἡ,2. harvest-rights, Tab.Heracl.1.108, BGU101.19 (ii A.D.); usufruct, αἱ ἐκ τῆς γῆς ἐ. D.H.3.58.3. revenue from property, Leg.Gort.7.33; τὰς ἐκ ταύτης (sc. τῆς ὠνῆσ ἐπικαρπίας.. ἐνενήκοντα μνᾶς ἐκλέξας having collected 90 minae as the revenue from this tax, And.1.92.4 profit, Arist.Pol. 1258b24; αἱ ἐ. the profits, opp. the principal (τὰ ἀρχαῖα), D.27.50;ἐπικαρπίας λαμβάνειν Isoc.8.125
; γῆθεν ἀναμένοντι τὴν ἐ. looking to the land for his profits, Com.Adesp.133.3; ἡ ἐ. τῶν ἁδρῶν the profits on the full-grown animals, Antiph.20.6. metaph.,παρρησίας ἐπικαρπίαι D.C.39.10
;κινδύνων Onos.34.4
;τοῦ πόνου Ael. NA2.8
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπικαρπία
-
6 επικαρπίας
ἐπικαρπίᾱς, ἐπικαρπίαproduce: fem acc plἐπικαρπίᾱς, ἐπικαρπίαproduce: fem gen sg (attic doric aeolic) -
7 ἐπικαρπίας
ἐπικαρπίᾱς, ἐπικαρπίαproduce: fem acc plἐπικαρπίᾱς, ἐπικαρπίαproduce: fem gen sg (attic doric aeolic) -
8 επικαρπίαν
-
9 ἐπικαρπίαν
-
10 επικαρπιών
-
11 ἐπικαρπιῶν
-
12 επικαρπίαις
-
13 ἐπικαρπίαις
-
14 επικαρπίης
-
15 ἐπικαρπίης
-
16 ἐγκαπῆ
A fumigation, Gloss. -
17 ἐπέτειος
A (lyr.): [dialect] Ion. [full] ἐπέτεος GDI iv p.876, v.l. in Hdt.3.89:—annual,θυσίαι Id.6.105
;ὁ ἐ. καρπός Id.8.108
; ὁ ἐ. φόρος the yearly revenue, Id.5.49;πρόσοδος Id.3.89
;βύβλον τὴν ἐ. γινομένην Id.2.92
; τὸ ὕδωρ τὸ ἐ. the water drawn up by the sun every year, ib.25;γενήματα PTeb.27.33
(ii B.C.); ἐπέτεια, τά, yearly additions to treasure, IG12.242,244; ἐ. ;ἐ. ἀ.λοκες A.Ag.
l.c.;ἐ. νοσήματα
recurring annually,Pl.
R. 405c: metaph., ἐπέτειοι τὴν φύσιν changeful as the seasons, or like birds of passage, Ar.Eq. 518.2 lasting for a year,ἐ. τὰ πολλὰ τῶν ἐντόμων Arist.Long. 466a2
; τῶν φυτῶν τὰ μὲν ἐπέτειον ἔχει τὴν ζωήν ib. 464b25, cf. Thphr.HP1.1.2;ἐ. ψηφίσματα
having force for a year,D.
23.92;τὰ κατὰ τὰς ἀρχάς Plb.6.46.4
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπέτειος
-
18 ἱμαλιά
Grammatical information: f.Meaning: heap of meal, flour, abundance', after H. = τὸ ἐπίμετρον τῶν ἀλεύρων. ἐπιγέννημα ἀλετρίδος. καὶ ὁ ἀπὸ τῶν ἀχύρων χνοῦς. καὶ περιουσία.Derivatives: ἱμαλίς, - ίδος f. `yield (of meal) etc.', after H. = νόστος, δύναμις, ἐπικαρπία, ἡδονή, ἀπαρχη τῶν γινομένων; thus Trypho ap. Ath. 14, 618d (Dorian word); also `song of the mill, ἐπιμύλιος ᾠδή' (H., Poll.) and as surname of Demeter in Syracuse (Polem. Hist. 39). - Adj. ἱμάλιος, after H. = πολύς, ἱκανός, νόστιμος etc., also as month-name in Hierapytna ( GDI 5040, 4).Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Popular terms of agriculture, that occur rarely in the literature. With ἱμαλιά cf. first ἁρμαλιά `distributed food, portion', ἀχυρμιά `heap of chaff', φυταλιά `plants in the garden' a. o.; ἱμαλίς is recalled by τροφαλίς `fresh cheese', μολυβδίς `clump of lead' (Chantr. Form. 342ff.). The basis will have been a primary μαλ-deriv. (`to sieve, sieved meal') (see μάλευρον) from a verb `sieve', s. ἠθέω with further connections; cf. also the lit. on ἁρμαλιά. - On Lat. simila `finest flour of wheat' s. σεμίδαλις.Page in Frisk: 1,723Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἱμαλιά
См. также в других словарях:
ἐπικαρπία — ἐπικαρπίᾱ , ἐπικαρπία produce fem nom/voc/acc dual ἐπικαρπίᾱ , ἐπικαρπία produce fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επικαρπία — Το εμπράγματο δικαίωμα ενός δικαιούχου (επικαρπωτή) να χρησιμοποιεί και να νέμεται ένα πράγμα ή ιδανικό μέρος πράγματος (καθώς και απαιτήσεις, ομολογίες κλπ.) που ανήκουν σε άλλο πρόσωπο και να απολαμβάνει τους καρπούς του, διατηρώντας όμως… … Dictionary of Greek
επικαρπία — η (νομ.), το δικαίωμα που δίνεται σε κάποιον να μεταχειρίζεται και να εκμεταλλεύεται ξένο πράγμα, κάρπωση, νομή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπικάρπια — ἐπικάρπιος bringer neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικαρπίας — ἐπικαρπίᾱς , ἐπικαρπία produce fem acc pl ἐπικαρπίᾱς , ἐπικαρπία produce fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικαρπίαν — ἐπικαρπίᾱν , ἐπικαρπία produce fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικαρπιῶν — ἐπικαρπία produce fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικαρπίαις — ἐπικαρπία produce fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικαρπίης — ἐπικαρπία produce fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγαλτέρω — Οικονομικός όρος που προέρχεται από τη βενετσιάνικη φράση dar a galder (= δίνω για επικαρπία). Λέγεται και αγαλτιέρω, αγαλτέρνω και γαλτέρνω. Στη Βενετία χρησιμοποιούσαν και την έκφραση istromento a galder. Η επικαρπία κτήματος δίνεται για… … Dictionary of Greek
Σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας … Dictionary of Greek