Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἐπικαρπία

См. также в других словарях:

  • ἐπικαρπία — ἐπικαρπίᾱ , ἐπικαρπία produce fem nom/voc/acc dual ἐπικαρπίᾱ , ἐπικαρπία produce fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επικαρπία — Το εμπράγματο δικαίωμα ενός δικαιούχου (επικαρπωτή) να χρησιμοποιεί και να νέμεται ένα πράγμα ή ιδανικό μέρος πράγματος (καθώς και απαιτήσεις, ομολογίες κλπ.) που ανήκουν σε άλλο πρόσωπο και να απολαμβάνει τους καρπούς του, διατηρώντας όμως… …   Dictionary of Greek

  • επικαρπία — η (νομ.), το δικαίωμα που δίνεται σε κάποιον να μεταχειρίζεται και να εκμεταλλεύεται ξένο πράγμα, κάρπωση, νομή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐπικάρπια — ἐπικάρπιος bringer neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικαρπίας — ἐπικαρπίᾱς , ἐπικαρπία produce fem acc pl ἐπικαρπίᾱς , ἐπικαρπία produce fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικαρπίαν — ἐπικαρπίᾱν , ἐπικαρπία produce fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικαρπιῶν — ἐπικαρπία produce fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικαρπίαις — ἐπικαρπία produce fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικαρπίης — ἐπικαρπία produce fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγαλτέρω — Οικονομικός όρος που προέρχεται από τη βενετσιάνικη φράση dar a galder (= δίνω για επικαρπία). Λέγεται και αγαλτιέρω, αγαλτέρνω και γαλτέρνω. Στη Βενετία χρησιμοποιούσαν και την έκφραση istromento a galder. Η επικαρπία κτήματος δίνεται για… …   Dictionary of Greek

  • Σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»